- ρευματαλγία
- η, Νιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, -ατος + -αλγία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρευματαλγία — η (ιατρ.), πόνος από ρευματισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρευματικό — ή, ό / ῥευματικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος») 2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική αυτός που πάσχει από ρευματισμούς 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά η … Dictionary of Greek